ξανθῶν

ξανθῶν
ξάνθη
a pale-coloured stone
fem gen pl
ξανθός
yellow
fem gen pl
ξανθός
yellow
masc/neut gen pl
ξανθόω
dye yellow
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ξανθόω
dye yellow
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ξανθόω
dye yellow
pres part act masc nom sg
ξανθόω
dye yellow
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ξανθῶν — Ξάνθης masc gen pl (attic epic doric) Ξανθή fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КСАНФ —    • Xanthus,          Ξάνθoς (белокурый).     I. В мифологии и истории:        1. сын Фенопа, троянец. Ноm. Il. 5, 152;        2. сын Триопа, трэзенский царь, переселившийся потом на Лесбос; Diod. Sic. 5, 81;        3. сын Ериманфа, отец Псофия; …   Реальный словарь классических древностей

  • κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… …   Dictionary of Greek

  • περκνάδα — και πέρκνα και πρέκνα, η, Ν κηλίδα στο πρόσωπο και στα ακάλυπτα μέρη τού σώματος ξανθών ατόμων, υπό την επίδραση τού ήλιου το καλοκαίρι, η φακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περκνός + κατάλ. άδα / α (πρβλ. παν άδα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”